- ινδοσινικός, -ή
- ινδοσινικός, -ή, -ό ινδοκινεζικός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ινδοσινικός — ή, ό ο ινδοκινεζικός* … Dictionary of Greek
ινδοκινεζικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδοκίνα 2. αυτός που έχει ινδική και κινεζική προέλευση, αυτός που ανήκει στις μογγολικές φυλές τής Ινδίας, ο ινδοσινικός 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία και στην Κίνα ή στους Ινδούς και… … Dictionary of Greek
ινδοκινεζικός, -ή — ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδοκίνα. 2. που είναι ινδικής και μαζί κινεζικής προέλευσης, που ανήκει στις μογγολικές φυλές της Ινδίας, ο ινδοσινικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)